χόρδισμα

χόρδισμα
το, Ν
το κούρδισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άρμοση — η (AM ἅρμοσις) νεοελλ. η άρθρωση των οστών μσν. το σημείο συναρμολόγησης αντικειμένων αρχ. το χόρδισμα μουσικού οργάνου …   Dictionary of Greek

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • κούρδισμα — και κούρντισμα και χόρδισμα, το [κουρδίζω] 1. η ένταση, το τέντωμα τών χορδών μουσικού οργάνου 2. η συσπείρωση τού ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής με τη συστροφή ειδικού εξαρτήματος 3. πείραμα …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johann Sebastian Bach, Άιζεναχ, 1685 – Λειψία 1750). Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Αμπρόζιους Μπαχ, μoυσικoύ factotum της μικρής πόλης, από τον οποίο έμαθε, στα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, να παίζει βιολί. Με τον θάνατο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”